- διακράτηση
- η (AM διακράτησις, -εως) [διακρατώ]1. κατοχή2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον3. γερό κράτημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακρατήσῃ — διακρατήσηι , διακράτησις holding fast fem dat sg (epic) διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj act 3rd sg διακρατέω hold fast fut ind mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj mid 2nd sg διακρατέω hold fast aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)